- ῥοδανίζω
- ῥοδαν-ίζω,= τὸ συνεχῶς τὴν κρόκην τινάσσειν, Sch. B Il.18.576, cf. Eust.1527.60; [full] ῥαδανίζω, Id.1165.22, cf. Heracleon ap.EM702.8, Hsch. ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ροδανίζω — ῥοδανίζω, ΝΜΑ, και ῥαδανίζω, αιολ. τ. βραδανίζω Α [ῥοδανός / ῥαδανός] νεοελλ. τυλίγω με το ροδάνι νήμα στα μασούρια τής ανέμης μσν. αρχ. (κατά το Σχόλ. Β. Ομ. Ιλ.) «τὸ συνεχῶς τὴν κρόκην τινάσσειν» … Dictionary of Greek
ῥοδανίζειν — ῥοδανίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραδανίζω — ΜΑ βλ. ῥοδανίζω … Dictionary of Greek
ραδινός — ή, ό / ῥαδινός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, ή, ό, Ν, και ῥοδανός και ῥαδαλός και ραδανός, ή, όν και αιολ. τ. βραδινός, ίνα, ον, Α (για μέλη τού σώματος και για πρόσ.) 1. λεπτοκαμωμένος, βεργολυγερός (α. «ραϊδινή παρθένα τούς προσμένει», Γρυπ. β.… … Dictionary of Greek
ροδάνισμα — το, Ν [ροδανίζω] το να τυλίγει κανείς νήμα στα μασούρια με το ροδάνι … Dictionary of Greek
ροδανιστήριον — τὸ, Α το ροδάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδανίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. βασανισ τήριον)] … Dictionary of Greek
ἀναροδανισθῆναι — ἀνά ῥοδανίζω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)